- νοσολύτης
- νοσολύτης, ὁ (Α)βλ. νουσολύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουσολύτης — και νοσολύτης, ὁ (Α) αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης, ωδινο λύτης] … Dictionary of Greek